πομπικός
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, X.Eq.11.1, cf. Poll.1.211; ἀσπίδια, ζεῦγος, IG22.1424a.395,2311.65; στέμμα D.S.18.26; ἅρμα D.C.56.34; μέλος Plu.Aem.33, etc. 2 metaph., stately, magnificent, ὄψις Id.Mar.22; of literary style, impressive, Phld.Rh.2.96S., D.H.Is.19, Longin.8.3. Adv. -κῶς Id.32.5, etc.
German (Pape)
[Seite 679] zum Geleit, zum Begleiten, zum feierlichen Aufzuge gehörig, geeignet; ἵππος Xen. ars equit. 11, 1; Poll. 1, 211; daher prächtig, prunkvoll, Plut. Mar. 22; πομπικῶς, Ael. H. A. 12, 33, Longin.
Greek (Liddell-Scott)
πομπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. ἵππος, ἵππος τῆς πόλεως εἰς πομπὰς χρήσιμος, Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 211· στέμμα Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· μέλος Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, ὄψις Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les processions, pompes ou cérémonies publiques;
2 pompeux, de montre, d’apparat.
Étymologie: πομπή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πομπικός, -όν, ΝΜΑ πομπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπή
αρχ.
1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός
2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικά
είδος ρητορικού λόγου.
επίρρ...
πομπικώς/ πομπικῶς ΝΑ και πομπικά Ν
νεοελλ.-αρχ.
κατά τρόπο πομπικό
μσν.
για δημιουργία εντυπώσεων.
Greek Monotonic
πομπικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ιερή πομπή, πομπικὸς ἵππος, ο ίππος της πόλης (χρήσιμ. στις πομπές), σε Ξεν.· μεταφ., πομπώδης, επιδεικτικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πομπικός: торжественный, парадный (ἵππος Xen.; στέμμα Diod.; μέλος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πομπικός -ή -όν [πομπή] triomf-:. μέλος... πομπικόν triomfgezang Plut. Aem. 33.1. prachtig:. πομπικὴ ὄψις een prachtige aanblik Plut. Mar. 22.1.
Middle Liddell
πομπικός, ή, όν [from πομπή
of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, Xen.:—metaph. pompous, showy, Plut.