σφήνωσις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A the use of the wedge, Hp.Fract.31, Orib.49.8.13. 2 closing up, obstruction, τοῦ πνεύματος Plu.2.127d, cf. 654a, Placit.3.15.5; difficult passage, of calculi, Aret.SD2.3(pl.); obstruction, Alex.Aphr. Pr.1.107, cf. Gal.1.284 (pl.); τῶν πόρων Alex.Trall.1.2; [τῆς κεφαλῆς] plugging up, cold in the head, Cass.Pr.25; impaction of foetus, Sor.2.60, Paul.Aeg.3.76.
German (Pape)
[Seite 1050] ἡ, das Spalten oder Befestigen mit einem Keile, auch Einzwängen, Versperren, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σφήνωσις: ἡ, χρῆσις σφηνός, σφήνωμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, Ὀρειβάσ. 2) ἀπόκλεισις, ἀπόφραξις, τοῦ πνεύματος Πλούτ. 2. 127D, πρβλ. 654Α, 896C· δύσκολος δίοδος ἢ ἔξοδος, ἐπὶ λίθων ἐν τῇ κύστει, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3· ἔμφραξις, τῶν πόρων Ἄλεξ. Τραλλ. κλπ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
obstruction, obturation.
Étymologie: σφηνόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφήνωσις -εως, ἡ [σφηνόω] het gebruik van de wig.
Russian (Dvoretsky)
σφήνωσις: εως ἡ запирание, затыкание Plut.