τροπαία
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
(sc. πνοή), ἡ,
A an alternating wind, esp. one which blows back from sea to land, opp. ἀπογεία, Arist.Pr.940b22, 945a6, Thphr. Vent.31,53; tropaei (venti), Plin.HN2.114; τ. is said to have meant ἡ ἐναντία πνοή in S.Fr.1103 (where τριπαία, τρίπαια, τριπαῖα codd.). II metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία, a change in the spirit of one's heart or mind, A.Th.706, Ag.219 (both lyr.); but τ. κακῶν a change from, release from... Id.Ch.775.
Greek (Liddell-Scott)
τροπαία: (ἐξυπακ. πνοή), ἡ, ἡ ἐναντία πνοή, πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς θαλάσσης πρὸς τὴν ξηράν, ἀντίθετον τῷ ἀπογεία, ἥτις ἦτο πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 950, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 5 καὶ 40, Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 31 καὶ 53· tropaei (venti) παρὰ Πλινίῳ 2. 44, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 314. ΙΙ. μεταφορ., λήματος, φρενὸς τροπαία, μετατροπή, μεταβολὴ τῶν διαθέσεων καὶ τῶν φρονημάτων τινός, Αἰσχύλ. Θηβ. 706, Ἀγ. 219, ἔνθα ἴδε Blomf.· ἀλλά, τρ. κακῶν, μεταβολλή, ἀπαλλαγὴ ἀπό..., ὁ αὐτ. ἐν Χο. 775.
French (Bailly abrégé)
v. τροπαῖος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. τροπαῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. τροπαῖος.
Greek Monotonic
τροπαία: (ενν. πνοή), ἡ, αντίθετος άνεμος· μεταφ., λήματος, φρενὸς τροπαία, μεταβολή των διαθέσεων και των σκέψεων κάποιου, σε Αισχύλ.· τροπαία κακῶν, απαλλαγή από τα κακά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τροπαία: ἡ
1) (sc. πνοή) переменивший или меняющий направление ветер, т. е. ветер, дующий с моря Soph., Arst., Plut.;
2) перемена, поворот: φρενὸς τ. Aesch. перемена образа мыслей; τροπαίαν κακῶν θεῖναι Aesch. положить конец несчастьям.
Middle Liddell
(sc. πνοή), an alternating wind:—metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία a change in the spirit of one's mind, Aesch.; τρ. κακῶν a release from evils, Aesch.