φιλοψευδής

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοψευδής Medium diacritics: φιλοψευδής Low diacritics: φιλοψευδής Capitals: ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ
Transliteration A: philopseudḗs Transliteration B: philopseudēs Transliteration C: filopsevdis Beta Code: filoyeudh/s

English (LSJ)

ές,

   A fond of lies or lying, Il.12.164; παιδία Gal.Anim.Pass. 1.7; φ. φύσις, opp. φιλόσοφος, Pl.R.485d: name of a dialogue by Luc.; τὸ φ., = sq., Plu.2.61d.

German (Pape)

[Seite 1288] ές, Lügen liebend, gern, gewöhnlich lügend, Il. 12, 164; Lügenfreund, Plat. Rep. VI, 485 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à mentir ; τὸ φιλοψευδές c. φιλοψευδία.
Étymologie: φίλος, ψεῦδος.

English (Autenrieth)

friend of lies, false, Il. 12.164†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ψέμα, που του αρέσει να λέει ψέματα
αρχ.
τὸ φιλοψευδές
η φιλοψευδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ψευδής (< ψεῦδος), πρβλ. μισο-ψευδής].

Greek Monotonic

φῐλοψευδής: -ές, γεν. -έος, αυτός που αγαπά τα ψέματα ή να λέει ψέματα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοψευδής: любящий ложь, лживый Hom., Plat.

Middle Liddell

φῐλοψευδής, ές
fond of lies or lying, Il., Plat.