Ἀργεῖος
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
α, ον,
A of or from Argos, Argive: Ἀργεῖοι in Hom., like Ἀχαιοί, for the Greeks in general:—ἡ Ἀργεία (sc. γῆ) Argolis, Th.2.27, al.; ἀργεῖαι, αἱ, women's shoes, Hsch.; ἀργεῖος (sc. βόλος(, ὁ, name of a throw at dice, Id.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀργεῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ τοῦ Ἄργους: Ἀργεῖοι, παρ’ Ὁμ. ὡς τὸ Ἀχαιοί, οἱ Ἕλληνες ἐν γένει: - ἡ Ἀργεία (ἐνν. γῆ), ἡ Ἀργολίς, Θουκ.˙ «ἀργεῖαι (Εὔπολ. ἐν Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 538)˙ ὑποδήματα πολυτελῆ γυναικεῖα» Ἡσύχ., «Ἀργεῖος (Εὔβουλ. ἐν ἀποσπ. ΙΙ. 233)˙ κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’Argos, Argien (habitant d’Argos ou de l’Argolide) ; p. ext. οἱ Ἀργεῖοι IL les Argiens, les Grecs ; Ἀργεῖοι Δαναοί OD les Grecs en gén. (sel. d’autres, les Grecs habitant Argos);
subst. ἡ Ἀργεία :
1 femme d’Argos, Argienne;
2 (s.e. χώρα) l’Argolide ou l’Amphilochie.
Étymologie: Ἄργος².
English (Autenrieth)
of Argos, Argive; Ἥρη Ἀργείη, as tutelary deity of Argos), Il. 4.8, Il. 5.908 ; Ἀργείη Ἑλένη, Il. 2.161, etc.; pl., Ἀργεῖοι, the Argives, freq. collective designation of the Greeks before Troy; Ἀργείων Δαναῶν, Od. 8.578, is peculiar.
English (Slater)
Ἀργεῑος
1 of Argos
a adj. Ἀσίας εὐρυχόρου τρίπολιν νᾶσον πέλας ἐμβόλῳ ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ (ἐπεὶ ὁ Τληπόλεμος φυγὼνἐξ Ἄργους διὰ τὸν τοῦ Λικυμνίου τοῦ μήτρωος φόνον ἀπῄει μετὰ νεῶν καὶ κατὰ χρησμὸν ᾤκισε Ῥόδον. Σ.) (O. 7.19) τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν i. e. gulf of Argolis (P. 4.49) βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν (i. e. Ἄργος ἱερόν) (N. 10.19)
b pro subs. νῦν δ' ἐφίητι (sc. ἁ Μοῖσα) <τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' χρήματα χρήματ ἀνήρ” i. e. of Aristodemos, cf. Alkaios Z 37, L-P. (I. 2.9) τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (I. 6.58)
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [ép. fem. -είη Il.4.8, Hes.Th.12; dór. ac. plu. Ἀργείως Th.5.77]
I adj. de Argos, argivo Ἀργεία κύλιξ Semon.25, Ἰνάχου Ἀργείου ποταμοῦ A.Fr.168.17, Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ con una tropa de lanceros argivos Pi.O.7.19, ἐξανίστανται ... Ἀργείου ... κόλπου salen del golfo de Argos Pi.P.4.49, Ἀργεῖον ... τέμενος el territorio sagrado de Argos quizás el consagrado a Hera, Pi.N.10.19, como epít. de Helena Il.6.323, Od.4.296, Hes.Fr.200.2, 204.43, de Hera por su culto en Argos Il.4.8, 5.908, Hes.Th.12, Paus.3.18.8, Str.5.1.9.
II subst.
1 οἱ Ἀργεῖοι los argivos ét. de Argos ἡμίθεσι ... Ἀργείων κριτοί B.9.11, cf. 15.5, S.Fr.210.48, Th.l.c., X.HG 1.3.13, Isoc.14.53, D.5.14
•en sent. amplio, de los griegos que lucharon en Troya Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν κοίλῃς ἐπὶ νηυσίν Od.1.211, cf. 2.173, 3.133, 8.502, Il.1.79, 3.19, B.15.5, Ἀργείους ... τοὺς Ἕλληνας οἱ παλαιοὶ πάντας ὁμαλῶς προσηγόρευον Plu.2.272b, cf. S.Fr.10c.3, Str.8.6.5, esp. de los griegos que llegaron a Roma con Heracles, Varro LL 5.45.
2 ἡ πόλις τῶν Ἀργείων el estado argivo Isoc.16.1
•ἡ Ἀργεία (γῆ) el territorio de Argos, la Argólide Th.2.27, 6.7, X.HG 4.7.4, Plb.4.36.4, 5.20.3, Str.2.5.21, 8.6.8, D.S.12.81, 14.97, Plu.Cleom.25, Paus.2.16.2, 20.1, Ptol.Geog.3.14.33, 41.
3 οἱ Ἀργεῖοι los argivos muñecos de junco arrojados al Tíber anualmente por pontífices y vestales, D.H.1.38, Plu.2.272b, Varro LL 7.44, Fest.15
•Argeorum sacraria, capillas de los argivos sepultados en ellas según la tradición romana, Fest.15, Varro LL 5.45.
4 αἱ Ἀργεῖαι un tipo de zapatos femeninos de lujo, Eup.287, cf. Poll.7.88, Hsch.
•adj. σάμβαλ' Ἀργεῖα Herod.7.60.
5 ὁ Ἀ. n. de una tirada de dados Eub.57.3, Hsch.
6 Ἀργεῖοι Los Argivos tít. de una obra de Esquilo, A.Fr.16-18, de Ión, Io Trag.8a-9a. < Ἀργεῖος Ἀργείρου πόλις > Ἀργεῖος, -ου, ὁ
Argeo
I mit.
1 centauro muerto por Heracles, D.S.4.12.
2 hijo de Licimnio, compañero de Heracles, Andro Hal.10, Apollod.2.7.7.
3 hijo de Níobe, Pherecyd.126.
4 hijo de Deifontes, Paus.2.28.6.
5 hijo de Pélope e Hipodamia, Pherecyd.132.
6 participante en la carrera de los juegos fúnebres en honor de Pelias, Paus.5.17.10.
II 1atleta de Ceos vencedor ístmico hacia 456 a.C., B.1.142, 2.4.
2 general de los agrigentinos el 406 a.C., D.S.13.87.
3 eleo enviado por los beocios como embajador ante Artajerjes en 368 a.C., X.HG 7.1.33.
4 liberto que dio sepultura a Galba, Plu.Galb.28.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α Ἀργεῑος κ. Ἀργέιος, -α, -ον)
1. αυτός που προέρχεται απ' το Άργός ή ανήκει σ' αυτό
2. κάτοικος του Άργους, Αργίτης
αρχ.
1. πληθ. αρσ. Ἀργεῑοι
Αχαιοί, Έλληνες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀργεία (ενν. γη)
η Αργολίδα.
Greek Monotonic
Ἀργεῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται, κατάγεται από το Άργος, Αργείος· το Ἀργεῖοι, στον Όμηρ., όπως το Ἀχαιοί, λέγεται συνολικά για τους Έλληνες· ἡ Ἀργεία (ενν. γῆ), η Αργολίδα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀργεῖος: ὁ досл. аргивянин, перен. грек Hom., Her., Thuc.: Ἀ. οὐκ Ἀ. Eur. лжеаргивянин.
Middle Liddell
of or from Argos, Argive: Ἀργεῖοι in Hom., like Ἀχαιοί, for the Greeks in general: ἡ Ἀργεία (sc. γῆ), Argolis, Thuc.