καλλιπάρηος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
(so, not καλλί-ῃος, in most codd., cf. εὐπάραος) [πᾰ], ον,
A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123; Λητώ Il.24.607, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written καλλι-πάρειος Poll.2.87.
Greek Monolingual
καλλιπάρηος, -ον (Α)
καλλιπάρειος (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρηος (< αμάρτυρο παρηή, παλαιό ιων. τ. του παρειά), πρβλ. μιλτο-πάρηος].
Greek Monotonic
καλλιπάρηος: -ον (παρειά), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ.