κατακρώζω
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
A croak at, croak down, like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί Ar.Eq.1020.
German (Pape)
[Seite 1357] (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρώζω: φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν καταβάλλω ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ μετὰ γεν., μήποτε κατακρώξωσιν αὐτοῦ ψόφοι Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
croasser contre, acc..
Étymologie: κατά, κρώζω.
Greek Monolingual
κατακρώζω (Α)
κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»].
Greek Monotonic
κατακρώζω: κρώζω, καταβάλλω, ενοχλώ με άναρθρους ή βραχνούς ήχους, όπως κάνουν τα κοράκια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατακρώζω: (о галках) преследовать своим криком (τινά Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κρώζω krassen (van kraaien).