πήληξ

From LSJ
Revision as of 16:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήληξ Medium diacritics: πήληξ Low diacritics: πήληξ Capitals: ΠΗΛΗΞ
Transliteration A: pḗlēx Transliteration B: pēlēx Transliteration C: piliks Beta Code: ph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ἡ,

   A helmet, ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Il. 13.805 ; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἱππόκομος π. 16.797; old Ep. word, used by Ar.Ra.1017, Arist.Top.173b20.    2 serpent's crest, E.Hyps.Fr.16(18).4. (Commonly derived from πάλλω, πῆλαι, from the nodding of the plume, Apollon.Lex., etc.)

German (Pape)

[Seite 610] ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.

Greek (Liddell-Scott)

πήληξ: -ηκος, ἡ, κράνος, περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. ἱππόκομος Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλλω, πῆλαι, ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).

French (Bailly abrégé)

ηκος (ἡ) :
casque, heaume à panache flottant.
Étymologie: πάλλω.

English (Autenrieth)

ηκος: helmet. (Il.)

Greek Monolingual

-ηκος, ἡ, Α
1. η περικεφαλαία
2. το λοφίο του φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με επίθημα -ηξ (πρβλ. θώρᾱξ) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Η σύνδεση της με το ρ. πάλλω οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

πήληξ: -ηκος, ἡ (πῆλαι), κράνος, περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήληξ -ηκος, ἡ helm.

Russian (Dvoretsky)

πήληξ: ηκος ἡ шлем Hom., Arph.

Frisk Etymological English

-ηκος
Grammatical information: f.
Meaning: helmet (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 46, Rodrigues Adrados Emer. 25, 109).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like θώρηξ (-αξ), οἴαξ a.o.; further unknown. As so many other expressions for weapons and armour prob. LW [loanword] (Nehring Glotta 14, 184). Usu., but without proper foundation, connected with 1. πέλλα milk-pail, drinking cup a. cogn.; lit. in Bq s. v. and WP. 2, 56f. -- No doubt a Pre-Greek word (the suffix -ηξ < -αξ is well known from there).

Middle Liddell

πήληξ, ηκος, ἡ, πῆλαι
a helmet, casque, Il., Ar.

Frisk Etymology German

πήληξ: -ηκος
{pḗlēks}
Grammar: f.
Meaning: Helm (vorw. Il.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 46, Rodrigues Adrados Emer. 25, 109).
Etymology : Bildung wie θώρηξ (-αξ), οἴαξ u.a.; sonst dunkel. Wie so viele andere Waffen- und Rüstungsausdrücke viell. LW (Nehring Glotta 14, 184). Gewöhnlich, aber ohne eigentlichen Grund, zu 1. πέλλα Melkeimer, Trinkschale u. Verw. gezogen; Lit. bei Bq s. v. und WP. 2, 56f.
Page 2,528