χειροτέχνης
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A handicraftsman, artisan, Hdt.2.167, Ar.Pl.533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, Pl.R.597a, PBremen48.27 (ii A.D.), etc.; opp. ἀρχιτέκτων, Arist.Metaph.981a31; of slaves who brought in income to their owner, X.Mem.3.11.4; φαύλους καὶ χ. Pl.R.405a; opp. φιλόσοφοι, X.Vect.5.4;opp. πολιτικοί, Plb.10.17.6; τίς ὁ χ. ἰατορίας . .; who is the expert in surgery . .? S.Tr.1000 (anap.), cf. Hp.VM7; πολέμον χ. Plu.Comp.Lyc.Num.2.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτέχνης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, τεχνίτης, χειρῶναξ, Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ ἀρχιτέκτων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι ὑπὲρ τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος ἰατρός; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, Πολυδ. Β΄, 148.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l’art de guérir ; fig. πολέμου PLUT artisan ou auteur d’une guerre.
Étymologie: χείρ, τέχνη.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι
αρχ.
1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο
2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του
3. έμπειρος, πεπειραμένος («τίς ὁ χειροτέχνης ἱστορίας;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατρο-τέχνης].
Greek Monotonic
χειροτέχνης: -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, τεχνίτης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ χειροτέχνης ἰατορίας; ποιος είναι ο επιδέξιος γιατρός; σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
χειροτέχνης: ου ὁ ремесленник, мастер Her., Thuc., Arph., Xen., Plat.: χ. ἰατορίας Soph. врач; πολέμου χ. Plut. опытный воин.
Middle Liddell
χειρο-τέχνης, ου, ὁ,
a handicraftsman, artisan, Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the skilled surgeon? Soph.