χειροτέχνης

From LSJ
Revision as of 14:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνης Medium diacritics: χειροτέχνης Low diacritics: χειροτέχνης Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: cheirotéchnēs Transliteration B: cheirotechnēs Transliteration C: cheirotechnis Beta Code: xeirote/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A handicraftsman, artisan, Hdt.2.167, Ar.Pl.533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, Pl.R.597a, PBremen48.27 (ii A.D.), etc.; opp. ἀρχιτέκτων, Arist.Metaph.981a31; of slaves who brought in income to their owner, X.Mem.3.11.4; φαύλους καὶ χ. Pl.R.405a; opp. φιλόσοφοι, X.Vect.5.4;opp. πολιτικοί, Plb.10.17.6; τίς ὁ χ. ἰατορίας . .; who is the expert in surgery . .? S.Tr.1000 (anap.), cf. Hp.VM7; πολέμον χ. Plu.Comp.Lyc.Num.2.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, τεχνίτης, χειρῶναξ, Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ ἀρχιτέκτων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι ὑπὲρ τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος ἰατρός; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, Πολυδ. Β΄, 148.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l’art de guérir ; fig. πολέμου PLUT artisan ou auteur d’une guerre.
Étymologie: χείρ, τέχνη.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι
αρχ.
1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο
2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του
3. έμπειρος, πεπειραμένος («τίς ὁ χειροτέχνης ἱστορίας;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατρο-τέχνης].

Greek Monotonic

χειροτέχνης: -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, τεχνίτης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ χειροτέχνης ἰατορίας; ποιος είναι ο επιδέξιος γιατρός; σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χειροτέχνης: ου ὁ ремесленник, мастер Her., Thuc., Arph., Xen., Plat.: χ. ἰατορίας Soph. врач; πολέμου χ. Plut. опытный воин.

Middle Liddell

χειρο-τέχνης, ου, ὁ,
a handicraftsman, artisan, Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the skilled surgeon? Soph.

English (Woodhouse)

workman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)