περιτρέφω

From LSJ
Revision as of 14:10, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτρέφω Medium diacritics: περιτρέφω Low diacritics: περιτρέφω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΕΦΩ
Transliteration A: peritréphō Transliteration B: peritrephō Transliteration C: peritrefo Beta Code: peritre/fw

English (LSJ)

pf. -

   A τέτροφα A.R.2.738 :—cause, make to congeal around, πάχνην l.c.: metaph., ἄλγος π. κραδίην Nic.Th.299 :—Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk] forms curds as you mix it, Il.5.903; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.14.477; τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον M.Ant.12.1, cf. Gal.2.504.

German (Pape)

[Seite 597] ringsum gefrieren-, fest werden lassen; im pass. Od. 14, 477, σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, das Eis fror rings an den Schilden; so lies't Bekker auch Il. 5, 903 für περιστρέφεται, s. Spitzner zu d. St.; περιτέτροφε πάχνην, Ap. Rh. 2, 738.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρέφω: μέλλ. -θρέψω, κάμνω ὥστε νὰ παγώσῃ ἢ πήξῃ τι ὁλόγυρα, ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 738. ― Παθητ., περιτρέφεται κυκόωντι, περιπήγνυται ταράττοντος τοῦ τυροποιοῦ, Ἰλ. Ε. 903· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, «περιεπήσσετο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 477· τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 1.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. περιτέθραμμαι;
nourrir de façon à arrondir ; Pass. devenir épais, former des caillots, se condenser autour de, τινι.
Étymologie: περί, τρέφω.

English (Autenrieth)

make thick around; pass., of milk, curdle, Il. 5.903; of ice, congeal, ‘form around,’ Od. 14.477.

Greek Monolingual

Α
κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει ολόγυρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τρέφω, meestal med.-pass. (om...) vast gaan zitten, vastkoeken (aan); met dat.. σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος ijs vormde zich op de schilden Od. 14.477.