κάρταλλος

From LSJ
Revision as of 17:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρταλλος Medium diacritics: κάρταλλος Low diacritics: κάρταλλος Capitals: ΚΑΡΤΑΛΛΟΣ
Transliteration A: kártallos Transliteration B: kartallos Transliteration C: kartallos Beta Code: ka/rtallos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket with pointed bottom, LXX4 Ki.10.7, al., Sammelb. 6801.4 (iii B. C.), Ph.1.694, Hsch.; also, of a feast, Ph.2.298 (κάρταλος cod.):—Dim. καρτάλλιον, τό, Sammelb.6801.26 (iii B. C.), Gloss.; cf. κερτύλλιον.

Greek (Liddell-Scott)

κάρταλλος: ὁ, «κόφινος ὀξὺς τὰ κάτω» (Σουΐδ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄,7, κ. ἀλλ.), πρβλ. Φίλωνα 1. 694· παρ’ Ἡσυχ. κάρταλλον, ὅπερ ἑρμηνεύει: «πλεκτὸν ἀγγεῖον, ἐν τοῖς ὀψαρτυτικοῖς»: - ὑποκορ. καρταλάμιον, τό, (δι’ ἑνὸς λ) ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)
καλάθι με στενή συνήθως βάση
αρχ.
1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή
2. κλουβί για πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kert- «στρίβω, στρέφω μαζί, συστρέφω». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα καρταλάμιον «μικρό καλάθι» και καρτάλαμον].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: basket with pointed bottom (LXX, hell., Ph., H.)
Other forms: (rarely -αλος)
Derivatives: Dimin. καρτάλλιον (hell.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Technical or popular word in -αλλος (cf. Chantraine Formation 245ff.), which one wants to connect with a root *k(e)rt- turn (Pok. 584) "aber im einzelnen dunkel" (Frisk), also supposed in κύρτος. The variant with single -l- rather points to a Pre-Greek word; this fits well the meaning. DELG and Fur 352 suggest καρταλάμιον and κερτύλλιον.

Frisk Etymology German

κάρταλλος: {kártallos}
Forms: (selten -αλος)
Grammar: m.
Meaning: unten spitz zulaufender Korb (LXX, hell. Pap., Ph., H.);
Derivative: Demin. καρτάλλιον (hell. Pap.).
Etymology : Technisches oder volkstümliches Wort auf -αλλος (vgl. Chantraine Formation 245ff.), letzten Endes auf ein Verb drehen, flechten zurückgehend, aber im einzelnen dunkel. Weiteres s. κύρτος.
Page 1,794