κτενίζω

From LSJ
Revision as of 18:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτενίζω Medium diacritics: κτενίζω Low diacritics: κτενίζω Capitals: ΚΤΕΝΙΖΩ
Transliteration A: ktenízō Transliteration B: ktenizō Transliteration C: ktenizo Beta Code: kteni/zw

English (LSJ)

   A comb, τινα anaxil.39, cf. PSI4.404.4 (Pass., iii B.C.); curry horses, ψήκτραισιν ἵππων τρίχας E.Hipp.1174: metaph., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων D.H.Comp. 25:—Med., κτενίζεσθαι τὰς κόμας comb one's hair, Hdt.7.208: so abs., Ar.Fr.603, Antiph.148.4:—Pass., ἐκτενισμένος with one's hair combed, Archil.165, cf. Semon.7.65; εἰ κτενισθείη Hippiatr.94.

German (Pape)

[Seite 1518] kämmen; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν κόμας Eur. Hipp. 1174; Anaxil. Poll. 2, 34. – Med. sich kämmen; τὰς κόμας Her. 7, 208; πλοκάμους Asius bei Ath. XII, 525 f; Sp. Auch übertr., καὶ βοστρυχίζω διαλόγους D. Hal. C. V. p. 208.

Greek (Liddell-Scott)

κτενίζω: καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
peigner;
Moy. κτενίζομαι peigner sur soi : τὰς κόμας HDT se peigner les cheveux.
Étymologie: κτείς.

Greek Monolingual

(AM κτενίζω)
βλ. χτενίζω.

Greek Monotonic

κτενίζω: μέλ. -σω (κτείς), χτενίζω, κουράρω άλογα, σε Ευρ. — Μέσ., κτενίζεσθαι κόμας, χτενίζω τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτενίζω [κτείς] kammen:; ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας wij kamden de manen van de paarden Eur. Hipp. 1174; med. zich kammen:. τὰς κόμας zijn haren kammen Hdt. 7.208.3.

Russian (Dvoretsky)

κτενίζω: чесать, расчесывать (ψήκτραισιν ἵππων κόμας Eur.); pass. (тж. κ. κόμας Her.) причесываться Plut.

Middle Liddell

κτενίζω, fut. -σω κτείς
to comb, curry horses, Eur.:— Mid., κτενίζεσθαι τὰς κόμας to comb one's hair, Hdt.