ἐρατίζω
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
Ep.form of ἔραμαι, used by Hom. always in phrase, κρειῶν ἐρατίζων
A greedy after it, Il.11.551, 17.660, h.Merc.64,287. II love, Ζεὺς ἐράτιζε τριηκοσίους ἐνιαυτούς Call.Fr.20.
German (Pape)
[Seite 1018] = ἐράω, Hom. in der Vrbdg κρειῶν ἐρατίζων, gierig nach Fleisch verlangend, vom Löwen, Il. 11, 551. 17, 660; H. h. Merc. 64. 287.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰτίζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ ἐράω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, κρειῶν ἐρατίζων, ἀπλήστως ἐπιθυμῶν, Ἰλ. Λ. 551., Ρ. 660, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 64, 287.
French (Bailly abrégé)
être avide de, gén..
Étymologie: ἐρατός.
English (Autenrieth)
(ἔραμαι): only part., craving; κρειῶν, Λ , Il. 17.660.
Greek Monolingual
ἐρατίζω (Α) ερατός
επιθυμώ υπερβολικά.
Greek Monotonic
ἐρᾰτίζω: Επικ. τύπος του ἐράω· κρειῶν ἐρατίζων, άπληστος, αχόρταγος στην κατανάλωση κρέατος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰτίζω: страстно желать, жаждать: κρειῶν ἐρατίζων Hom., HH жаждущий (поесть) мяса.
Middle Liddell
ἐρᾰτίζω,
epic form of ἐράω, κρειῶν ἐρατίζων greedy after meat, Hom.