ουρώ

From LSJ
Revision as of 18:34, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source

Greek Monolingual

(I)
οὐρῶ, οὐρέω)
1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ
2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα»)
αρχ.
1. παθ. οὐροῦμαι, -έομαι
προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός
2. (η μτχ. του ουδ. του μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον
το ούρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θαμιστικό-επιτακτικό ρ. οὐρῶ (< Fορσέω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα uer-s «βροχή, δρόσος» (πρβλ. ἔρση, οὐρανός) και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. varsati «βρέχει» (πρβλ. αρχ. ινδ. varsa- «βροχή» και vār(i) «νερό»). Το ρ. οὐρῶ με τη σημ. «κατουρώ» χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως ευφημιστικό του ρήματος ὀμείχω «ουρώ». Το ρ. οὐρῶ, τέλος, συνδέεται, αν και όχι άμεσα, με το λατ. urina «ούρο»].
(II)
οὐρῶ, -έω (Α) [[[ούρος]] (Ι)]
είμαι άγρυπνος φύλακας.