μουσοχαρής

From LSJ
Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοχᾰρής Medium diacritics: μουσοχαρής Low diacritics: μουσοχαρής Capitals: ΜΟΥΣΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: mousocharḗs Transliteration B: mousocharēs Transliteration C: mousocharis Beta Code: mousoxarh/s

English (LSJ)

ές,    A delighting in the Muses or in poetry, βίοτος AP9.411 (Maec.); μουσόχορος is prob. f.l. for -χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.

German (Pape)

[Seite 211] ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοχᾰρής: -ές, ὁ ταῖς Μούσαις χαίρων, ἢ ὁ φιλῶν τὴν ποίησιν, Ἀνθ. Π. 9. 411.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les Muses.
Étymologie: μοῦσα, χαίρω.

Greek Monolingual

μουσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά την ποίηση και, γενικά, τις τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. θεο-χαρής].

Greek Monotonic

μουσοχᾰρής: -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μουσοχᾰρής: наслаждающийся музами, т. е. проводимый в поэтическом творчестве (βίοτος Anth.).

Middle Liddell

μουσο-χᾰρής, ές
delighting in the Muses, Anth.