σεληνιάζομαι

From LSJ
Revision as of 22:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνιάζομαι Medium diacritics: σεληνιάζομαι Low diacritics: σεληνιάζομαι Capitals: ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: selēniázomai Transliteration B: selēniazomai Transliteration C: seliniazomai Beta Code: selhnia/zomai

English (LSJ)

Pass.,    A to be moonstruck, i.e. epileptic, Ev.Matt.4.24, 17.15, Vett.Val.113.10.    2 to be sublunar, i.e. subject to change and decay, -ομένης τῆς φύσεως Zos.Alch.p.107 B., cf. Cat.Cod.Astr.8(3).146.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνιάζομαι: ἀποθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῆς σελήνης, καταλαμβάνομαι ὑπὸ σεληνισμοῦ ἢ ἐπιληψίας, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, ιζ΄, 15, πρβλ. κ. Μάρκ. θ΄, 17, κ. Λουκ. θ΄, 39· ἴδε Ὠριγέν. 3. 575-577, κατὰ τὸν Καισάριον ἐν Ζητ. 50, ὅστις φανερῶς ταυτίζει σεληνιασμὸν καὶ ἐπιληψίαν.

English (Strong)

middle voice or passive from a presumed derivative of σελήνη; to be moon-struck, i.e. crazy: be a lunatic.

English (Thayer)

(σελήνη); (literally, to be moon-struck (cf. lunatic); see Wetstein on BB. DD., under the word <TOPIC:Lunatic>); to be epileptic (epilepsy being supposed to return and increase with the increase of the moon): Manetho carm. 4,81,217; (Lucian, others); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ΝΑ, και σεληνάζω Α σελήνη
1. επηρεάζομαι ψυχολογικά από τις φάσεις της σελήνης
2. πάσχω από επιληψία
αρχ.
1. ζω κάτω από την σελήνη
2. (κατ' επέκτ.) μεταβάλλομαι, φθείρομαι.

Greek Monotonic

σεληνιάζομαι: αποθ., έχω προσβληθεί από τη νόσο του φεγγαριού, δηλ. είμαι επιληπτικός, πάσχω από επιληψία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σεληνιάζομαι: быть лунатиком, т. е. страдать припадками душевной болезни NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεληνιάζομαι [σελήνη] maanziek zijn, aan epilepsie lijden.

Middle Liddell

σεληνιάζομαι, [from σελήνη
Dep. to be moonstruck, i. e. epileptic, NTest.

Chinese

原文音譯:selhli£zomai 些累你阿索買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:月(化) (指昏迷)
字義溯源:(為月亮所擊打,意即)發狂,癲癇,害癲閒的,發瘋;源自 (σελήνη)=月亮;而 (σελήνη)出自 (Σεκοῦνδος)X*=光亮
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 他害癲癇病(1) 太17:15;
2) 癲癇的(1) 太4:24