σκυταλισμός
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ὁ, the A reign of club-law at Argos, D.S.15.57, Plu.2.814b, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.534B.
German (Pape)
[Seite 908] ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠτᾰλισμός: ὁ, ξυλοκοπία, ῥαβδισμός, «ξυλοφόρτωμα», ἐν πολλῇ χρήσει ἐν Ἄργει, Διόδ. 15. 57, Πλούτ. 2. 814Β, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 534. 34.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
« la Bastonnade », soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables.
Étymologie: σκύταλον.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα)
1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.)
2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από την ευρεία χρήση σκυταλών, δηλαδή ροπάλων, ως φονικών μέσων εναντίον τών στασιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + κατάλ -ισμός μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. σκυταλίζω.
Russian (Dvoretsky)
σκῠτᾰλισμός: ὁ порка палками (вид казни мятежников в Аргосе) Diod., Plut.