στενακτός
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
English (LSJ)
ή, όν, A to be mourned, giving cause for grief, ἀνήρ S.OC1663; ἄτα E.HF917 (lyr.). 2 mournful, ἰαχά Id.Ph.1302 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 935] stöhnend, seufzend, ἰαχά, Eur. Phoen. 1311, – beseufzt, zu beklagen, Soph. O. C. 1659, ἄτα Eur. Herc. F. 917.
Greek (Liddell-Scott)
στενακτός: -ή, -όν, δι’ ὃν στενάζει τις, ὁ παρέχων αἰτίας πρὸς στεναγμόν, ἀνὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1663· ἄτη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 917. 2) θλιβερός, λυπηρός, θρηνητικός, ἰαχὴ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1302.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lamentable.
Étymologie: στενάζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στενάζω
1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.)
2. στενακτικός.
Greek Monotonic
στενακτός: -ή, -όν,
1. αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει κάποιος, αυτός που αποτελεί την αιτία για να αναστενάξει, να λυπηθεί κάποιος, αξιοθρήνητος, σε Σοφ., Ευρ.
2. θρηνητικός, θλιβερός, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενακτός -ή -όν pass. te beklagen, beklagenswaardig. ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτός de man is niet beklagenwaardig Soph. OC 1663; σ. ἄτα jammerlijk onheil Eur. HF 917. act. jammerend, klagend. σ. ἰαχά een klagelijke jammerkreet Eur. Phoen. 1302 ( lyr. ).
Russian (Dvoretsky)
στενακτός: [adj. verb. к στενάζω
1) стонущий, горестный (ἰαχά Eur.; οὐ σ. οὐδὲ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph.);
2) достойный слез, ужасный (ἄτη Eur.).
Middle Liddell
στενακτός, ή, όν [from στενάζω
1. to be mourned, giving cause for grief, Soph., Eur.
2. mournful, Eur.