ἀποσπάδιος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ᾰδ], α, ον, (ἀποσπάω) A torn off or away from, τινός Orph.H.18.13; τὸ ἀ. = ἀπόσπασμα, AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 325] abgerissen, Orph. H. 18; σταφυλῆς Philipp. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπάδιος: -η, -ον, (ἀποσπάω) ὁ ἀποσπασμένος ἀπό τινος, λειμῶνος ἀποσπαδίην Ὀρφ. Ὓμν. 18. 13: τὸ ἀποσπάδιον = ἀπόσπασμα Ἀνθ. Π. 6. 102.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [-ᾰδ-]
• Morfología: [fem. jón. -ίη Orph.H.18.13]
arrebatado, arrancado de Perséfone παῖδα λειμῶνος ἀποσπαδίην Orph.l.c.
•subst. τὸ ἀ. fragmento, parte de un racimo σταφυλῆς ὠμὸν ἀποσπάδιον AP 6.102 (Phil.).
Greek Monotonic
ἀποσπάδιος: [ᾰ], -η, -ον (ἀποσπάω), αυτός που έχει σχιστεί, αποσπαστεί από κάτι, ἀποσπάδιον, τό = ἀπόσπασμα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀποσπάω
torn off or away, ἀποσπάδιον, ου, τό, = ἀπόσπασμα, Anth.