Σφίγξ

From LSJ
Revision as of 19:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σφίγξ Medium diacritics: Σφίγξ Low diacritics: Σφιγξ Capitals: ΣΦΙΓΞ
Transliteration A: Sphínx Transliteration B: Sphinx Transliteration C: Sfigks Beta Code: *sfi/gc

English (LSJ)

ἡ, gen. Σφιγγός, Boeot. φίξ, Φῑκός:—Sphinx, A Φῖκ' ὀλοήν Hes.Th.326 (where the Boeot. form Φίξ is given by Sch., cf. Pl. Cra.414d), cf. Apollod.3.5.8; on the riddle of the S. guessed by Oedipus, Ath.10.456b, Arg.S.OT, A.Frr.235-7, E.Ph.1507 (anap.), cf. Sch.E.Ph.45, Str.17.1.28,32; cf. ἀνδρόσφιγξ; σφίγγες καὶ γρῦπες as ornaments of a precinct of Dionysus, Hdt.4.79; Sphinxes on a shield, E.El.471 (lyr.). 2 metaph. of rapacious persons, Anaxil.22, Carm.Pop.46.24,33; Μεγαρικαὶ σφίγγες = πόρναι, Call. Com.23: also of those who speak riddles, Σφίγγ' ἄρρεν', οὐ μάγειρον Strato Com.1.1; ἡ ἀφροσύνη… σφίγξ ἐστιν Cebes 3. II a kind of ape, found in Ethiopia, Agatharch.73, Artem. ap. Str.16.4.16, Plin.HN 8.72, Ael.NA16.15, and v. σφιγγίον ΙΙ. (The form Φίξ connects the name with Mount Φίκιον in Boeotia, cf. Sch.Hes. l.c., and is found in Plaut.Aul.701, picis divitiis qui aureos montis colunt ego solus supero = I alone surpass in wealth the griffins who live in the Golden Mountains; cf. Non.p.222 L.; Βῖκας = Σφίγγας, Hsch. (Σφίγξ may be a later form); Σφίξ, gen. Σφικός, Choerob. (Sophronius) in Theod.p.400H.)

Greek (Liddell-Scott)

Σφίγξ: ἡ, γεν. Σφιγγός· (ἴδε ἐν τέλει) ― θῆλυ τέρας, θυγάτηρ τῆς Χιμαίρας καὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Ὄρθρου, Ἡσ. Θεογ. 326 (ἔνθα ὁ Wolf ἀποκατέστησε τὸν Βοιωτ. τύπον Φίξ)· ἢ τῆς Ἐχίδνης καὶ τοῦ Τυφῶνος, Ἀπολλόδ. 3. 5, 8. Οἱ Τραγικοὶ παριστάνουσιν αὐτὴν ὡς προτείνουσαν αἴνιγμα εἰς τοὺς Θηβαίους καὶ φονεύουσαν πάντας τοὺς μὴ δυνάμενους νὰ λύσωσιν αὐτό· ἀλλ’ ὁ Οἰδίπους εὗρε τὴν λύσιν αὐτοῦ, καὶ τότε αὕτη ἀπέκτεινεν ἑαυτήν, ἴδε τὰς ὑποθέσεις εἰς Σοφ. Ο. Τ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 233-5. Ἐν ἔργοις τῆς τέχνης ἡ Σφὶγξ συνήθως παρίσταται ὡς ἔχουσα προτομὴν γυναικὸς ἐπὶ σώματος λεαίνης. Ὁ περὶ αὐτῆς μῦθος φαίνεται ὅτι ἦλθεν ἐξ Αἰγύπτου, ὅπου ἔτι καὶ νῦν σῴζεται ὑπερμεγέθης κεφαλὴ Σφιγγὸς μήπω καλυφθεῖσα ὑπὸ τῆς ἄμμου. Τὸ πάλαι ὑπῆρχον πολλαὶ ἄρρενές τε καὶ θήλεις, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Meineke εἰς Φιλήμ. σελ. 411· λέγεται δὲ ὅτι παρίστανον συμβολικῶς τὴν κατ’ ἔτος γινομένην ὑπερχείλισιν τοῦ Νείλου· ἐσχετίζοντο δὲ καὶ πρὸς τὴν μυστηριώδη λατρείαν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79. 2) μεταφορ. λέγεται ἐπὶ ἑταίρας, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 5, 22· ἐπὶ ἅρπαγος, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 253Ε· ἐπὶ ἀνθρώπου αἰνιγματωδῶς ὁμιλοῦντος, Σφίγγ’ ἄρρεν’, οὐ μάγειρον εἰς τὴν οἰκίαν εἴληφ’· ἁπλῶς γὰρ οὐδὲ ἓν μὰ τοὺς θεοὺς ὅσ’ ἂν λέγῃ συνίημι Στράτων ἐν «Φοινικίδι» 1. 1· ἡ ἀφροσύνη... σφίγξ ἐστιν Κέβητος Πίναξ 3. ΙΙ. εἶδος πιθήκου ἀπαντῶντος ἐν τῇ Αἰθιοπικῇ, Ἀγαθάρχ. σελ. 50 Huds., Ἀρτεμίδ. παρὰ Στράβ. 775, Διόδ. Σικ. 3. 35, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 15, καὶ ἴδε σφιγγία ΙΙ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ σφίγγω, ὁ πνίγων, ὁ στραγγαλιστής. Διὰ τοῦ Αἰολικ. τύπου Φὶξ σχετίζεται τὸ ὄνομα πρὸς τὸ ὄρος Φίκιον ἐν Βοιωτίᾳ).

Greek Monolingual

-ιγγός, ἡ, ΜΑ
βλ. Σφίγγα.

Greek Monotonic

Σφίγξ: Σφιγγός, ἡ, Σφίγγα, θηλυκό μυθικό τέρας, θυγατέρα του Όρθρου και της αδελφής του Χίμαιρας, σε Ησίοδ.· οι Τραγ. την παριστάνουν να προτείνει ένα αίνιγμα στους Θηβαίους και να σκοτώνει όσους δεν κατόρθωναν να το λύσουν· ο Οιδίποδας το έλυσε και τότε εκείνη αυτοκτόνησε. (πιθ. από το σφίγγω, η Στραγγαλίστρα).

Russian (Dvoretsky)

Σφίγξ: Σφιγγός ἡ Сфинкс, «Душительница»
1) чудовище, дочь Химеры и Ортра Hes.;
2) чудовище с телом крылатого льва, дочь Тифона и Эхидны, обитавшая в скалах близ Фив Беотийских; всем проходившим мимо она загадывала загадка и пожирала тех, кто не умел их разгадать; один лишь Эдип разгадал ее загадки, после чего она бросилась в пропасть и погибла Soph., Eur.;
3) в Египте, священная фантастическая фигура с телом льва и головой человека Her.

Middle Liddell

Σφίγξ, Σφιγγός,
Sphinx, a she-monster, Hes.; in Trag. represented as proposing a riddle to the Thebans, and murdering all who failed to guess it; Oedipus guessed it, and she thereupon killed herself. (Prob. form σφίγγω, the throttler.)

Wikipedia EN

Sphinx. Attic red-figure pyxis, 2nd half of the 5th century BC. From Nola (Italy)

A sphinx (Ancient Greek: σφίγξ, Boeotian: φίξ, plural sphinxes or sphinges) is a mythical creature with the head of a human and the body of a lion.

In Greek tradition, the sphinx has the head of a woman, the haunches of a lion, and the wings of a bird. She is mythicised as treacherous and merciless. Those who cannot answer her riddle suffer a fate typical in such mythological stories, as they are killed and eaten by this ravenous monster. This deadly version of a sphinx appears in the myth and drama of Oedipus.

Unlike the Greek sphinx, which was a woman, the Egyptian sphinx is typically shown as a man (an androsphinx (Ancient Greek: ανδρόσφιγξ)). In addition, the Egyptian sphinx was viewed as benevolent, but having a ferocious strength similar to the malevolent Greek version. Both were thought of as guardians, and often flank the entrances to temples.

In European decorative art, the sphinx enjoyed a major revival during the Renaissance. Later, the sphinx image, initially very similar to the original Ancient Egyptian concept, was exported into many other cultures, albeit there often interpreted quite differently due to translations of descriptions of the originals and through evolution of the concept in relation to other cultural traditions.

Sphinxes depictions are generally associated with architectural structures such as royal tombs or religious temples. The oldest known sphinx was found 195 kilometres (120 mi) to the east at Körtik Tepe, Turkey, and was dated to 9,500 B.C.

Wikipedia EL

Η Σφίγγα είναι φανταστικό πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας, στενά συνδεδεμένο με το μύθο των Λαβδακιδών και συγκεκριμένα με εκείνον του Οιδίποδα. Παριστάνεται με σώμα γυναίκας από τη μέση και πάνω, και φτερωτού λιονταριού από τη μέση και κάτω. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν κόρη της Χίμαιρας και του Όρθρου ή κατά άλλους του Τυφώνος και της Έχιδνας. Η Έχιδνα είχε γεννήσει επίσης τον Κέρβερο, τον Όρθρο (φύλακας των κοπαδιών του Γηρυόνη), το Λιοντάρι της Νεμέας, τη Λερναία Ύδρα και τη Φαία της Κρομμυώνας. Της αποδίδουν επίσης τη Χίμαιρα, το δράκοντα της Κολχίδας, το φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, το δράκοντα που φυλούσε τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων και τον αετό του Προμηθέα. Στην ελληνική μυθολογία έχει τα χαρακτηριστικά ενός δαίμονα του θανάτου. Οι Έλληνες ονόμαζαν "σφίγγες" και παρόμοιες απεικονίσεις που ήταν διαδεδομένες στην Αίγυπτο, αλλά οι αιγυπτιακές σφίγγες είναι μορφές των Φαραώ, και δεν έχουν σχέση με τον ελληνικό μύθο, ενώ δεν εικονίζονται με φτερά.

Η προέλευση της λέξης "σφίγξ" είναι αβέβαιη. Κάποιοι υπέθεσαν ότι προέρχεται από το αιγυπτιακό επίθετο šsp ‘nḫ που σημαίνει "ζώσα εικόνα", αναφερόμενο κυρίως σε θεούς και βασιλείς. Αυτή η ετυμολόγηση δεν γίνεται απ' όλους αποδεκτή, επειδή αυτή η αιγυπτιακή λέξη χρησιμοποιείται και για άλλου τύπου αγάλματα, και όχι μόνο για τις σφίγγες. Ως ελληνική προέλευση έχουν εξεταστεί οι λέξεις "σφίγγω", και "φίκις" (οπίσθια), σε συνδυασμό με ερωτικές και ψυχαναλυτικές ερμηνείες του αινίγματος της Σφίγγας προς τον Οιδίποδα.

Τις Σειρήνες τις αναγνωρίζουμε από το σώμα πουλιού, το ανθρώπινο κεφάλι, τα πόδια και τα νύχια που είναι δυνατά και χοντρά και μπορούν να παρομοιαστούν σαν του λιονταριού. Αυτό μας δείχνει ίσως μια συγγένεια που μπορεί να υπάρχει μεταξύ Σειρηνός και Σφιγγός.

Wikipedia FR

Dans la mythologie grecque, le Sphinx (Σφίγξ) est un monstre féminin auquel étaient attribués la figure d'une femme et un corps d'animal: poitrine, pattes et queue d'un lion, ailes d'oiseau. La légende d'Œdipe s'y rattache.

Wikipedia FR

Le substantif masculin, sphinx est un emprunt, par l'intermédiaire du latin sphinx, au grec ancien Σφίγξ / Sphígx, dont l'étymologie n'est pas assurée. Le rapprochement que les Grecs faisaient avec le verbe σφίγγω / sphíggô, signifiant « étrangler », est une étymologie populaire qui ne repose sur rien ; la forme originelle est peut-être Φίξ / Phíx, utilisé chez Hésiode.

Le mot grec est féminin, ce qui explique les transcriptions anciennes « Sphinge » ou « Sphynge ». Si l'usage français a retenu le masculin pour le mot commun, la désignation de nombreuses statues étrusques utilise la forme féminine. Les Grecs connaissaient également le Sphinx égyptien, mâle, nommé ἄνδροσφιγξ / ándrosphigx.

Wikipedia ES

En la mitología griega, la Esfinge (en griego antiguo Σφίγξ, quizá de σφίγγω, ‘estrangular’) era un demonio de destrucción y mala suerte, que se representaba con rostro de mujer, cuerpo de león y alas de ave.

Wikipedia IT

La sfinge è una figura mitologica raffigurata come un mostro con il corpo di leone e testa umana (androsfinge), di falco (ieracosfinge) o di capra (criosfinge), talvolta dotato di ali.

Generalmente il ruolo delle sfingi è associato a strutture architettoniche come le tombe reali o i templi religiosi; la più antica raffigurazione di sfinge conosciuta (una scultura) è stata trovata vicino a Göbekli Tepe, nel sito di Nevali Çori, e viene datata al 9.500 a.C.

Wikipedia DE

Die Sphinx (griechisch Σφίγξ „Würgerin“) oder Phix (Φίξ) der griechischen Mythologie war die Tochter des Ungeheuers Typhon und Echidna und somit Schwester von Hydra, Chimära, Kerberos und Orthos. Sie galt als Dämon der Zerstörung und des Unheils.

Wikipedia RU

Сфинкс (др.-греч. Σφίγξ, Σφιγγός, сфинга, собств. душитель» — переосмысление древнеегипетского названия сфинкса «шепсес анх» — «живой образ») — зооморфное мифическое существо.

В древнеегипетском искусстве — животное с телом льва, головой человека или (реже) — головой сокола или барана.

В древнегреческой мифологии — чудовище с человеческой головой, лапами и телом льва, крыльями орла и хвостом быка, персонаж легенды об Эдипе.

Translations

ar: سفنكس; azb: ابوالهول; az: Sfinks; bar: Sphinx; ba: Сфинкс; be_x_old: Сьфінкс; be: Сфінкс; bg: Сфинкс; bn: স্ফিংক্স; br: Sfins; bs: Sfinga; ca: Esfinx; co: Sfingi; csb: Sfinks; cs: Sfinx; cy: Sffincs; da: Sfinks; de: Sphinx; el: Σφίγγα; en: Sphinx; eo: Sfinkso; es: Esfinge; et: Sfinks; eu: Esfinge; fa: ابوالهول; fi: Sfinksi; fr: Sphinx; gl: Esfinxe; gv: Sphinx; he: ספינקס; hr: Sfinga; hu: Szphinx; hy: Սֆինքս; id: Sfinks; io: Sfinxo; is: Sfinx; it: Sfinge; ja: スフィンクス; ka: სფინქსი; kk: Сфинкс; kn: ಸ್ಫಿಂಕ್ಸ್‌; ko: 스핑크스; lad: Sfenks; la: Sphinx; lb: Sphinx; lt: Sfinksas; lv: Sfinksa; mg: Sphinx; mk: Сфинга; ml: സ്ഫിങ്സ്; ms: Sfinks; my: စဖင့်ရုပ်များ; nl: Sfinx; nn: Sfinks; no: Sfinks; oc: Esfinx; os: Сфинкс; pa: ਸਫਿੰਕਸ; pl: Sfinks; pnb: ابو الہول; pt: Esfinge; ro: Sfinx; ru: Сфинкс; sco: Sphinx; sh: Sfinga; simple: Sphinx; sl: Sfinga; sr: Сфинга; sv: Sfinx; sw: Sfinksi; ta: இசுபிங்சு; te: సింహిక; tg: Абулҳавл; th: สฟิงซ์; tr: Sfenks; uk: Сфінкс; ur: ابوالہول; vi: Nhân sư; war: Sphinx; wuu: 斯芬克斯; yi: ספינקס; zh: 斯芬克斯