δαξασμός
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ὁ, A = ὀδαγμός, ὀδαξησμός, Ti.Locr.103a.
German (Pape)
[Seite 522] ὁ, das Jucken, Tim. Locr. 103 b.
Greek (Liddell-Scott)
δαξασμός: ὁ, = ὀδαγμός, ὀδαξησμός, Τίμ. Λοκρ. 103Α.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
picor agudo, prurito Ti.Locr.103a (var., cf. ὀδαξ-).
• Etimología: Formación secundaria en -σμός, sobre δάξ q.u.
Greek Monolingual
δαξασμός, ο (Α)
ερεθισμός, τσούξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) –ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)].
Russian (Dvoretsky)
δαξασμός: ὁ сильный зуд Plat.