έρδω

From LSJ
Revision as of 22:01, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἔρδω (Α)
1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ.
β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ.
β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (F)έρδω < Fέρζδω < (F)εργjω
το ρ. έρδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργον, ρέζω). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. v∂r∂zyeiti = γοτθ. waurkeip, αρχ. άνω γερμ. wurchit, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας wrĝ-ieti, ενώ το έρδω διατήρησε την απαθή. Η χρήση του ρ. υποχώρησε νωρίς έναντι τών συνωνύμων: εργάζομαι, ποιώ, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. έργμα, έρκτωρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. απέρδω, προσέρδω, συνέρδω.