κιθάρισις
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
εως, ἡ, A playing on the cithara, Pl.Prt.325e; κ. ψιλή, i.e. without the voice, Id.Lg.669e, cf. Pae.Delph.15; αὔλησις καὶ κ. Phld.Mus.p.23 K.
German (Pape)
[Seite 1437] ἡ, das Citherspiel; plat. Prot. 325 e; ψιλή, ohne Gesang, Legg. II, 669 e; vgl. Ath. VIII, 352 c u. XIV, 637 f.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθάρῐσις: ᾰ, -εως, ἡ, τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Πρωτ. 325E· κ. ψιλὴ, ὅ ἐστιν ἄνευ τοῦ ᾄσματος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669E· ― πρβλ. ἔναυλος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.
Greek Monolingual
κιθάρισις, ἡ (Α) κιθαρίζω
1. κιθάρισμα, το παίξιμο της κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», Πλάτ.)
2. φρ. «ψιλή κιθάρισις» — το παίξιμο της κιθάρας χωρίς άσμα, χωρίς ωδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθάρισις -εως, ἡ [κιθαρίζω] citerspel, het spelen op de citer:. κ. ψιλή kaal citerspel (citerspel zonder zang) Plat. Lg. 669e; ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει in dans, in fluitspel en in citerspel Aristot. Poët. 1448a10.
Russian (Dvoretsky)
κῐθάρῐσις: εως (ᾰ) ἡ игра на кифаре Arst., Plut.: κ. ψιλή Plat. игра без пения.