κραταιίς
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ἡ, (κρατύς) of the stone of Sisyphus, ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς when it was just about to surmount the top, then did A mighty weight turn it back, dub. in Od.11.597 (taken as Adv., violently, by Aristarch.; as κράται' ἴς (where κράταια may be an old fem. of κρατύς like *πλάταια (cf. Skt. pṛthivī), pl. Πλαταιαί, fem. of πλατύς) by Ptol.Asc. ap. Hdn.Gr.2.153). II (proparox.) as pr.n., the Mighty one, name of the mother of Scylla, Od.12.124.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταιίς: ἡ, (κράτος) μόνον ἐν Ὀδ. Λ. 597, ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ Σισύφου, ― ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ’ ἀποστρέψασκε κραταιὶς αὖτις, ὅτε ἔμελλε νὰ ὑπερβῇ τὴν κορυφήν, τότε ἰσχυρὸν βάρος ἢ ἀκαταμάχητος δύναμις ἔστρεφε τὸν λίθον ὀπίσω· ― λίαν ἀμφίβολος λέξις. Ὁ Ἀρίσταρχ. ἐθεώρει αὐτὴν ὡς ἐπίρρ. = κραταιῶς (ἐκλαμβάνων τὸ ἀποστρέψασκε ὡς ἀμετάβ.), ὁρμητικῶς ἐκυλίετο ὀπίσω· ἕτεροι θεωροῦσιν αὐτὸ ὡς κύρ. ὄνομα, ἴδε σημασ. ΙΙ. ΙΙ. Κρᾰταιίς, ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Ἰσχυρά, ὄνομα τῆς μητρὸς τῆς Σκύλλης, Ὀδ. Μ. 124.
English (Autenrieth)
overpowering force, ‘weight’ we should say, i. e. the force of gravitation, in the stone of Sisyphus, Od. 11.597.—Personified, Κραταιίς, Crataeis, the mother of Scylla, Od. 12.124.
Greek Monolingual
κραταιίς, -ίδος (Α)
1. (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική δύναμη του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.)
2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις
η μητέρα της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῑν δὲ Κράταιιν, μητέρα τῆς Σκύλλης», Ομ. Οδ.)
3. (ως επίρρ.) βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + κατάλ. θηλ. -ίς (πρβλ. Αχαι-ΐς)].
Greek Monotonic
κρᾰταιίς: ἡ (κράτος), ισχυρή δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.