μεγαλαλκής

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλαλκής Medium diacritics: μεγαλαλκής Low diacritics: μεγαλαλκής Capitals: ΜΕΓΑΛΑΛΚΗΣ
Transliteration A: megalalkḗs Transliteration B: megalalkēs Transliteration C: megalalkis Beta Code: megalalkh/s

English (LSJ)

ές, A = μεγαλοσθενής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 104] ές, von großer Stärke, Sp., wie Or. Sib.; poet. bei Plut. Flam. 16; Hesych. erkl. μεγαλοσθενής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλαλκής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην ἰσχύν, Παιὰν ἐν Πλουτ. Φλαμ. 16. κλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une grande force, d’une grande puissance.
Étymologie: μέγας, ἀλκή.

Greek Monolingual

μεγαλαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αριστ-αλκής, παν-αλκής].

Greek Monotonic

μεγᾰλαλκής: -ές (ἀλκή), αυτός που είναι πολύ δυνατός, στον Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλαλκής: весьма сильный, могучий (πίστις Plut.).

Middle Liddell

μεγᾰλ-αλκής, ές ἀλκή
of great strength, ap. Plut.