πέκος

From LSJ
Revision as of 18:49, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέκος Medium diacritics: πέκος Low diacritics: πέκος Capitals: ΠΕΚΟΣ
Transliteration A: pékos Transliteration B: pekos Transliteration C: pekos Beta Code: pe/kos

English (LSJ)

Aeol. πέκκος, τό, A = πόκος, An.Ox.3.358 ; also πεῖκος, Hsch. (-κός cod.).

German (Pape)

[Seite 547] τό, Fell, bes. das abgeschorene Vließ, VLL., vgl. πέσκος u. πόκος.

Greek (Liddell-Scott)

πέκος: Αἰολ. πέκκος, τό, = πόκος, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 358· - Κατὰ Σουΐδ.: «πέκος, δέρμα, κῴδιον»· - ὡσαύτως πέσκος, Νικ. Θηρ. 548 ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὸν φλοιὸν τῆς βοτάνης, ἤγουν τὸ λέπος».

Greek Monolingual

και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α
1. ο πόκος, το ποκάρι, το σύνολο του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του συνώνυμου πέσκος «φλούδα, δέρμα»].