ποικιλῳδός

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλῳδός Medium diacritics: ποικιλῳδός Low diacritics: ποικιλωδός Capitals: ΠΟΙΚΙΛΩΔΟΣ
Transliteration A: poikilōidós Transliteration B: poikilōdos Transliteration C: poikilodos Beta Code: poikilw|do/s

English (LSJ)

όν, A of perplexed and juggling song, of the Sphinx. S.OT130.

German (Pape)

[Seite 651] von mannichfaltigem Gesange; von verworrenem, räthselhaftem, verfänglichem Gesange, wie die Sphinx, Soph. O. R. 130.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλῳδός: -όν, ὁ ποικίλην, περίπλοκον ᾠδὴν ᾄδων, αἰνιγματώδης, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Ο. Τ. 130.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
aux chants souples, càd artificieux.
Étymologie: ποικίλος, ᾠδή.

Greek Monolingual

-όν, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς Σφίγξ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ-ωδός].

Greek Monotonic

ποικῐλῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που τραγουδά περίπλοκο και αινιγματικό τραγούδι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλῳδός: искусно поющий, завлекающий своим пением (Σφίγξ Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλῳδός -όν [ποικίλος, ᾠδή] raadsels zingend.

Middle Liddell

ποικῐλ-ῳδός, όν [ᾠδή]
of perplexed and juggling song, Soph.

English (Woodhouse)

speaking in riddles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)