πολυφόρος

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφόρος Medium diacritics: πολυφόρος Low diacritics: πολυφόρος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΟΣ
Transliteration A: polyphóros Transliteration B: polyphoros Transliteration C: polyforos Beta Code: polufo/ros

English (LSJ)

ον (parox.), A bearing much, productive, prolific, π. καὶ παμφόρος Pl.Lg. 705b, cf. Str.6.3.9: Comp. -ώτεροι, φοινικῶνες J.BJ4.8.2. 2 metaph., χρόνος π. πονηρίας ib.7.8.1: Sup., τὸ κακὸν -ώτατον Ph. 1.361. II that will bear much water, opp. ὀλιγοφόρος, of strong wine, Gal.15.669, Gp.7.23: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.Pl.853.

German (Pape)

[Seite 676] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch δαίμων, der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.

Greek (Liddell-Scott)

πολῡφόρος: -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ ὕδωρ, δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. ὀλιγοφόρος· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit beaucoup, très fertile;
2 qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.
Étymologie: πολύς, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος
αρχ.
1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού
2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις («χρόνος... πονηρίας πολυφόρος», Ιώσ.)
β) αυτός που προκαλεί πολλά κακά, πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τελεσ-φόρος.

Greek Monotonic

πολῠφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που υπομένει πολλά
II. αυτός που μπορεί να αναμιχθεί με πολύ νερό, λέγεται για δυνατό κρασί, μεταφ., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολυφόρος:
1) приносящий многое, весьма производительный (ἡ πόλις Plat.);
2) несущий много превратностей (δαίμων Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.

Middle Liddell

πολῠ-φόρος, ον, φέρω
I. bearing much, Plat.
II. that will bear much water, of strong wine: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.

English (Woodhouse)

fertile

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)