προσεξερείδομαι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
Med., aor. inf. -ερείσασθαι, A support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.
German (Pape)
[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.
French (Bailly abrégé)
s’appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.
Greek Monolingual
Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («ὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].
Greek Monotonic
προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).