σιτίζω
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
aor. A ἐσίτισα X.Smp.4.9:—Med., fut. Att. -ιοῦμαι (ἐπι-) Pherecr.32.1; Ion. -ιεῦμαι (ἐπι-) Hdt.9.50: aor. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Th. 6.94, D.50.53: pf. σεσίτισμαι (v. infr.):—feed an infant, Hdt.6.52, Ar. Eq.716, Mnesith. ap. Orib.inc.19.3; κύνας Isoc.1.29; τοὺς ἀλεκτρυόνας σκόροδα σ. X.Smp.4.9:—Pass., to be fattened, PCair.Zen.464.4 (iii B.C.); = σιτέομαι, eat, c. acc., πρῶκας σιτίζεται Theoc.4.16, cf. Philostr.VA3.26: metaph., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (of Demosthenes), Pytheas ap.D.H.Is.4.
German (Pape)
[Seite 885] beköstigen, speisen, nähren, Ar. Equ. 713; füttern, mästen, zu fressen geben, κύνας ἀλλοτρίας, Isocr. 1, 29; τινά τι, Xen. Conv. 4, 9, gew. τινί τι od. τινά τινος. – Med. essen, πρῶκας σιτίζεται, Theocr. 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτίζω: ἀόρ. ἐσίτισα Ξεν. Συμπ. 4, 9· ― Μέσ., μέλλ. -ίσομαι (ἐπι-) Ἀρρ. Ἀν. 3. 20· Ἀττ. -ιοῦμαι Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1· Ἰων. -ιεῦμαι (ἐπι-) Ἡρόδ. 9. 50· ἀόρ. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Θουκ.· πρκμ. σεσίτισμαι, ἴδε κατωτ.· (σῖτος). Τρέφω, παχύνω, πιαίνω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 52. Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Ἰσοκρ. 8C· τινά τι Ξεν. Συμπ. 4, 9· πρβλ. σιτεύω. ― Παθ. = σιτέομαι, τρώγω, μετ’ αἰτ., πρῶκας σιτίζεται Θεόκρ. 4. 16· ― μεταφορ., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους), Πυθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτίζειν· ψωμίζειν» καὶ «σιτίζοντος· σῖτον παρέχοντος».
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐσίτισα, pf. inus.
nourrir, alimenter.
Étymologie: σῖτος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σῑτος
1. παρέχω τροφή, διατρέφω, ταΐζω (α. «τα παιδιά αυτά δεν σιτίζονται καλά» β. «κἆθ ὥσπερ αἱ τιτθαί γε σιτίζεις κακῶς», Αριστοφ.
γ. «τὰς κύνας σιτίζουσιν», Ισοκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «σιτίζειν
ψωμίζειν»
β) «σιτίζοντος
σῑτον παρέχοντος».
Greek Monotonic
σῑτίζω: αόρ. αʹ ἐσίτισα — Μέσ., Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Ιων. -εῦμαι· αόρ. αʹ ἐσιτισάμην, παρακ. σεσίτισμαι (σῖτος)· τρέφω, ταΐζω, παχύνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., σιτέομαι, τρώω, τρέφομαι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτίζω: дор. Theocr. v. l. σῑτίσδω кормить, питать (τὰ παιδία Her.; κύνας Isocr.): σ. τοὺς ἀλεκτρυόνας τι Xen. кормить петухов чем-л.; med.-pass. питаться: πρῶκας σιτίσδεται (v. l. σιτίζεται) ὁ τέττιξ Theocr. цикада питается росой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτίζω [σῖτος] van voedsel voorzien, voeden.
Middle Liddell
σῑτίζω, σῖτος
to feed, nourish, fatten, Hdt., Ar.:—Pass. = σιτέομαι, to eat, Theocr.