χαρμόφρων
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) A heart-delighting, or of joyous heart, epith. of Hermes, h.Merc.127.
German (Pape)
[Seite 1339] ονος, herzerfreuend oder freudiges Herzens, Beiwort des Hermes, H. h. Merc. 127.
Greek (Liddell-Scott)
χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ παρέχων χαρὰν εἰς τὰς φρένας ἢ ἔχων φρένας πλήρεις χαρᾶς, φαιδρός, ἐπίθετ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 127.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui réjouit le cœur ; au cœur joyeux.
Étymologie: χαίρω, φρήν.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, ἡ, Α
1. χαρούμενος, εύθυμος
2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων
μεγάλως ὠφελῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό-φρων, τυραννό-φρων].
Greek Monotonic
χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει χαρούμενη καρδιά ή καρδιά περιχαρή, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χαρμόφρων: 2, gen. ονος радостный, ликующий (эпитет Гермеса) HH.
Middle Liddell
χαρμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
heart-delighting, or of joyous heart, Hhymn.