ἀμφιποτάομαι
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
A fly round and round, of a bird, ἀμφεποτᾶτο Il. 2.315, cf. Sapph.Supp.14.4, Q.S.5.12.
German (Pape)
[Seite 142] umflattern, ἀμφεποτᾶτο τέκνα, die Jungen, Il. 2, 315.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιποτάομαι: ἀποθ., περιίπταμαι, ἐπὶ πτηνοῦ, ἀμφεποτᾶτο Ἰλ. Β. 315.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. 3ᵉ sg. ἀμφεποτᾶτο;
voltiger autour.
Étymologie: ἀμφί, ποτάομαι.
English (Autenrieth)
flutter about, only ipf., ἀμφεποτᾶτο τέκνα, Il. 2.315†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. ind. lesb. ἀμφιπόταται Sapph.22.12]
revolotear en torno ade aves μήτηρ δ' ἀμφιποτᾶτο ... φίλα τέκνα Il.2.315, del deseo πόθος ... ἀμφιπόταται τὰν κάλαν Sapph.l.c.
•abs. ἐν τῷ (ἀέρι) ... ὄρνιθες ... ἀμφεποτῶντο Q.S.5.12.
Greek Monolingual
ἀμφιποτάομαι (Α)
(για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ποτάομαι «πετώ»].
Greek Monotonic
ἀμφιποτάομαι: αποθ., πετώ τριγύρω, περιίπταμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιποτάομαι: (о птице) порхать или носиться вокруг, кружиться Hom.