ἀναίματος

From LSJ
Revision as of 17:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίμᾰτος Medium diacritics: ἀναίματος Low diacritics: αναίματος Capitals: ΑΝΑΙΜΑΤΟΣ
Transliteration A: anaímatos Transliteration B: anaimatos Transliteration C: anaimatos Beta Code: a)nai/matos

English (LSJ)

ον, A = ἄναιμος, A.Eu.302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.

German (Pape)

[Seite 189] blutlos, βόσκημα δαιμόνων Aesch. Eum. 292; Ath. II, 63 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίματος: -ον, ὁ ἄνευ αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἄναιμος.

Spanish (DGE)

-ον
exangüe, desangrado ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων, σκιάν de Orestes, A.Eu.302
del caracol que carece de sangre enigma en Ath.63b.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναίματος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιματος < αἷμα.

Greek Monotonic

ἀναίμᾰτος: -ον = ἄναιμος, αποτραγγισμένος από αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίμᾰτος: бескровный (σκιά Aesch.; τροφαί Plut.).

Middle Liddell

= ἄναιμος.]
drained of blood, Aesch.