ἀποστομίζω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
A deprive of an edge, πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.Im.2.17. II = foreg. ΙΙ, Hsch. III = φιμόω, Id.
German (Pape)
[Seite 327] der Schneide berauben, abstumpfen, Philostr. Imagg. 2, 17 πέλεκυς ἀπεστοματισμένος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστομίζω: (στόμα) ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν, τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, κάμνω τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.
Spanish (DGE)
I saber de memoria ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.
II 1embotar, reducir el filo en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.Im.2.17.
2 fig. reducir al silencio τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους H.Mon.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος Eu.Thom.A 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς PMasp.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀποστομίζω (AM)
αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει
αρχ.
αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου.