ἐγχράω
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
and ἐγχραύω, Ep. ἐνιχραύω Nic.Th.277:—like ἐγχρίμπτω, A dash against, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75; κυνόδοντά τισι Nic. l. c. II Pass., ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοι) there were wars undertaken... Hdt.7.145 (prob. f.l. for ἐγκεκρημένοι).
German (Pape)
[Seite 714] dasselbe, v. l. Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχράω: καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ ἐγχρίμπτω ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις τύπος ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ ἐγχειρέω).
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἐγκεχρημένος;
porter un coup, diriger une attaque contre.
Étymologie: p. *ἐγχράϜω, de ἐν, χραύω.
Greek Monotonic
ἐγχράω: και -χραύω, όπως το ἐγχρίμπτω, ωθώ, Λατ. impingere, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ., ἦσαν ἐγκεχρημένοι (ενν. πόλεμοι), υπήρχαν πόλεμοι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχράω: Her. v. l. = ἐγχραύω.
Middle Liddell
and -χραύω like ἐγχρίμπτω
to dash against, Lat. impingere, Hdt.:—perf. part. pass., ἔσαν ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοἰ there were wars urged on, Hdt.