ὁδοποιός

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοποιός Medium diacritics: ὁδοποιός Low diacritics: οδοποιός Capitals: ΟΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hodopoiós Transliteration B: hodopoios Transliteration C: odopoios Beta Code: o(dopoio/s

English (LSJ)

ὁ, A one who opens the way, road-maker, pioneer, X.Cyr.6.2.36,J.BJ3.6.2 ; road-surveyor, Aeschin.3.25,Arist. Ath.54.1 (pl.) ; courier, POxy.1656.1 (iv/v A. D.).

German (Pape)

[Seite 294] den Weg machend, bahnend, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Aeschin. 3, 25 eine Behörde in Athen.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοποιός: ὁ, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ὁ ὁδοποιῶν, Ξέν. Κύρ. 6. 2, 36˙ - ἐπόπτης τῶν ὁδῶν, Αἰσχίν. 57. 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui fraye le chemin, pionnier;
2 agent préposé à la confection ou à l’entretien des routes.
Étymologie: ὁδός, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α ὁδοποιός)
αυτός που είναι ειδικός στη χάραξη και στην κατασκευή δρόμων
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εγκαινιάζει κάτι καινούργιο, πρωτοπόρος
αρχ.
1. ο επόπτης τών οδών
2. ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ποιός].

Greek Monotonic

ὁδοποιός: ὁ (ποιέω),·
1. αυτός που ανοίγει δρόμο, μηχανικός, σε Ξεν.
2. επόπτης κατασκευής δημοσίων δρόμων, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὁδοποιός:
1) дорожный строитель, путеец, сапер Xen.;
2) дорожный смотритель (должность в Афинах по организации строительства дорог и поддержанию их в порядке) Aeschin.

Middle Liddell

ὁδο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
1. one who opens the way, a pioneer, Xen.
2. a road-surveyor, Aeschin.