ὑποκλονέομαι

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλονέομαι Medium diacritics: ὑποκλονέομαι Low diacritics: υποκλονέομαι Capitals: ΥΠΟΚΛΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: hypoklonéomai Transliteration B: hypokloneomai Transliteration C: ypokloneomai Beta Code: u(poklone/omai

English (LSJ)

Pass., A to be driven in confusion before one, Ἀχιλῆϊ Il.21.556. II to be shaken so as to fall, Q.S.14.572.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλονέομαι: Παθ., κλονοῦμαι, ταράττομαι ὑπό τινος, ὑποκλονέεσθαι... Πηλείδη Ἀχιλῆϊ, ὑπὸ τοῦ Πηλ. Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 556. ΙΙ. κλονοῦμαι οὕτως ὥστε νὰ πέσω, ἀμφὶ δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος Κόϊντ. Σμυρν. 14. 572.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.
Étymologie: ὑπό, κλονέω.

Greek Monotonic

ὑποκλονέομαι: Παθ., οδηγούμαι σε σύγχυση, ταράζομαι μπροστά σε κάποιον, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλονέομαι: быть гонимым, убегать: ὑ. τινι Hom. бежать в смятении от кого-л.

Middle Liddell


Pass. to be driven in confusion before one, τινι Il.