σκυταλίς

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλίς Medium diacritics: σκυταλίς Low diacritics: σκυταλίς Capitals: ΣΚΥΤΑΛΙΣ
Transliteration A: skytalís Transliteration B: skytalis Transliteration C: skytalis Beta Code: skutali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of σκυτάλη, A stick, Hdt.4.60. 2 = σκυτάλιον 1.3, esp. as used by fishermen for drawing the net to land, Ael.NA12.43. 3 = σκυτάλη 1.2, J.AJ3.6.3. 4 = σκυτάλη 1.1, Aen.Tact.22.27, D.S. 8.27, etc. 5 = σκυτάλη 1.5, ἐλέφαντος, κασσιτέρου, Inscr.Délos 443 Bb94,95 (ii B.C.). 6 engine for hurling fire, Suid. 7 finger-bone (cf. σκυτάλη v), J.AJ3.7.6, Poll.2.144, Sor.Fract.22, Gal.2.250; of the neck, σ. τοῦ αὐχένος dub.in Id.19.139. 8 = σκυτάλη 1.4, ticket, Polyaen.1.17. 9 = σκυτάλη 1.7, handspike, Hero Bel.86.11. II = σκυτάλη ΙΙ, Gp.4.3.11: hence, withy, willow wand, Str.17.1.50. 2 Dim. of σκυτάλη III, διὰ -ίδων ἐβενίνων λείων ἐξομαλίζονται τὰ σώματα Id.15.1.54, cf. 55. III small crab, of the καρίς kind, Hsch. 2 a kind of caterpillar, EM 720.45.

German (Pape)

[Seite 908] ίδος, ἡ, wie σκυτάλη; – 1) mit dimin. Bdtg, ein kleiner Stock, Stab, Knittel, Her. 4, 60. – 2) Walze, Winde, Arist. mechan. 11. Bes. ein Werkzeug der Fischer, die Netze zu winden, Ael. H. A. 12, 43, das lat. scutulae. – 3) das Fingerglied, Heliod. – 4) ein kleiner Seekrebs, von der Gattung καρίς, VLL., u. bei denselben auch eine Art Raupen.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ σκυτάλη, ῥαβδίον, Ἡρόδ. 4. 60. 2) = σκυτάλιον Ι. 3, μάλιστα ὡς χρήσιμον εἰς ἁλιεῖς ὅπως ἕλκωσι τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηρὰν (Λατ. scutula), Αἰλ. π. Ζ. 12. 43. 3) = σκυτάλη Ι. 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3. 4) = σκυτάλη Ι. 1, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 12, Αἰν. Τακτ. 22 ἐν τέλ., κτλ. 5) μηχανὴ δι’ ἧς ἐρρίπτετο πῦρ, Σουΐδ. 6) φάλαγξκόνδυλος δακτύλου, ὡς τὸ σκυτάλη V, Πολυδ. Β΄, 144, Γαλην. ΙΙ. = σκυτάλη ΙΙ, Γεωπ. 4. 3, 11· ἐντεῦθεν, ῥαβδίον εὔκαμπτον ἐξ ἰτέας, Στράβ. 818. ΙΙΙ. μικρὸς καρκίνος ἐκ τοῦ εἴδους τῆς καρίδος, Ἡσύχ. 2) εἶδος κάμπης, Ἐτυμολ. Μέγ. 720. 45.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petit bâton, petite baguette, particul. engin de pêcheur pour enrouler le filet et le fixer à terre.
Étymologie: σκυτάλη.

Greek Monotonic

σκῠτᾰλίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σκυτάλη, ραβδί, μικρό ρόπαλο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σκῠτᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) палка, прут Her.;
2) небольшая скитала Diod. (см. σκυτάλη 5).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκῡταλίς -ίδος, ἡ [σκυτάλη] stokje.

Middle Liddell

σκῠτᾰλίς, ίδος, ἡ, [Dim. of σκυτάλη
a stick, Hdt.