ὁμαιμοσύνη
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, = ὁμαιμότης (blood-relationship), APl. 4.128.
German (Pape)
[Seite 328] ἡ, Blutsverwandtschaft, Ep. ad. 306 (Plan. 128).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαιμοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Πλαν. 128.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
parenté par le sang.
Étymologie: ὅμαιμος.
Greek Monolingual
η (Α ὁμαιμοσύνη) όμαιμος
η ιδιότητα του ομαίμου, η εξ αίματος συγγένεια.
Greek Monotonic
ὁμαιμοσύνη: ἡ, συγγένεια εξ αίματος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὁμαιμοσύνη, ἡ, [from ὅμαιμος
blood-relationship, Anth.