κλαυσείω
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
= κλαυσιάω (wish to weep]), Apollon.Soph. Lex. s.v. ὀψείοντες.
German (Pape)
[Seite 1446] desiderat. zu κλαίω, ich möchte weinen, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυσείω: τῷ ἑπομ., Συνέσ. 15Α.
Greek Monolingual
κλαυσείω (Α)
κλαυσιώ, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)].