δύσκαμπτος

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαμπτος Medium diacritics: δύσκαμπτος Low diacritics: δύσκαμπτος Capitals: ΔΥΣΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: dýskamptos Transliteration B: dyskamptos Transliteration C: dyskamptos Beta Code: du/skamptos

English (LSJ)

ον, = δυσκαμπής (hard to bend), Cass. Pr. 61, Sch. Ar. Th. 74. Adv. -τως, ἔχειν Aët. 16.8.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκαμπτος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de doblar, rígido σῶμα Cass.Pr.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.
2 fig. inflexible, rígido, invariable αἱ στροφαί Sch.Ar.Th.68D., cf. Orac.Chald.155.
II adv. -ως rígidamente δ. ἔχειν estar rígido Aët.16.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσκαμπτος, -ον)
1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος»)
2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας»)
3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι στροφαί»).