σιγά
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
Doric for σιγή.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σιγή.
English (Slater)
ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.)
1 silence ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. . οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.
Greek Monolingual
(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.
Russian (Dvoretsky)
σῑγά: (ᾱ) ἡ дор. = σιγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγά Dor. voor σιγή.