ὑπερθεματίζω

From LSJ
Revision as of 20:13, 2 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθεμᾰτίζω Medium diacritics: ὑπερθεματίζω Low diacritics: υπερθεματίζω Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: hyperthematízō Transliteration B: hyperthematizō Transliteration C: yperthematizo Beta Code: u(perqemati/zw

English (LSJ)

A overbid, Gloss., Dosith.p.431 K., Priscian. de xii vers.Aen.116 (p.486 K.).

German (Pape)

[Seite 1196] überbieten, Sp.

Greek Monolingual

ὑπερθεματίζω ΝΜ
προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ
νεοελλ.
μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει»)
μσν.
προχωρώ πέρα από το θέμα, από την επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρώτη, κοινή σημ. < ὑπέρθεμα, -ατος. Για τη νεοελλ. σημ. πρβλ. αναθεματίζω, ενώ η μσν. σημ. < θέμα «επαρχία»].