ἐπάγερσις
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
εως, ἡ, A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.
Greek Monolingual
ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῦ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροιση στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάγερσις: εως ἡ собирание, сбор, набор (τοῦ στρατοῦ Her.).
Middle Liddell
ἐπάγερσις, εως [from ἐπᾰγείρω]
a mustering of forces, Hdt.