ζωοποιώ
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
(AM ζωοποιῶ, -έω) ζωοποιός
1. δημιουργώ ζωή, δίνω ζωή, ζωογονώ, αναζωογονώ, κάνω κάποιον ζωντανό
2. ενισχύω κάποιον ηθικά, εμψυχώνω, τονώνω
μσν.
1. αφήνω να ζήσει κάποιος, κρατώ κάποιον στη ζωή
2. μέσ. ζωοποιοῦμαι
παίρνω ζωή
3. φρ. (για γυναίκα) «ζωοποιώ σπορά» — φέρνω στη ζωή, γεννώ
μσν.-αρχ.
1. ανασταίνω κάποιον
2. (αμτβ.) ανασταίνομαι, αναζωογονούμαι
αρχ.
γεννώ, παράγω έμβια όντα, ζωογονώ.