Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εύογκος

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

εὔογκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης
2. φρ. «εὔογκος φωνή» — ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή
3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος
4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», Αριστοτ.)
5. (για τροφή) αυτός που προκαλεί φούσκωμα, διόγκωση της κοιλιάς
6. φορητός, ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω του μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», Πλούτ.)
7. φρ. «εὔογκον στρατόπεδον» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο στρατόπεδο λόγω του μικρού όγκου του
8. (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο μετρημένος στην έκφραση ή στην έκταση, ο σύμμετρος προς το περιεχόμενο («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν ὕφος», Πλούτ.).
επίρρ...
εὐόγκως (Α)
φρ. «εὐόγκως διάγω» — διατηρώ κανονική ευσαρκία, έχω κανονικό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όγκος].