ὑποπιέζω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
A f.l. for ὑπωπιάζω (which Turnebus restored) in Plu.2.921f.
German (Pape)
[Seite 1228] unten od. ein wenig drücken, Plut. fac. orb. lun. 5, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπιέζω: πιέζω ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. ὑποπιάζω). Ἐκκλ. οὐ τὸ σῶμα νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, μετὰ διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.
French (Bailly abrégé)
presser en dessous, presser doucement.
Étymologie: ὑπό, πιέζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπιέζω: снизу давить (τινά Plut.).