ὀνησιφόρος

From LSJ
Revision as of 18:00, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνησῐφόρος Medium diacritics: ὀνησιφόρος Low diacritics: ονησιφόρος Capitals: ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: onēsiphóros Transliteration B: onēsiphoros Transliteration C: onisiforos Beta Code: o)nhsifo/ros

English (LSJ)

ον, A bringing advantage, beneficial, Hp.Praec.14, Alex. 195.5, Com.Adesp.109.11, Agatharch.99, Ruf. ap. Orib.8.24.34, Ptol. Tetr.157; remunerative, ὕμνοι Phld.Rh.1.219 S. ; μαθήματα Luc.Vit. Auct.26. Adv. -ρως Plu.2.71d.

German (Pape)

[Seite 347] Nutzen bringend; S. Emp. adv. gramm. 275; in einem Wortspiele von Alexis bei Ath. VII, 287 f auch mit ὄνος zusammengebracht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνησῐφόρος: -ον, ὁ φέρων κέρδος, ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure un avantage, utile.
Étymologie: ὄνησις, φέρω.

Greek Monolingual

ὀνησιφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον
2. αυτός που συμφέρει
3. διδακτικός.
επίρρ...
ὀνησιφόρως (Α)
με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + -φόρος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀνησῐφόρος: приносящий пользу, полезный Plut., Sext.