ἄχνα
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
German (Pape)
[Seite 418] ion. u. ep. ἄχνη (vgl. χνόη, λάχνη, lanugo), das von der Oberfläche eines Körpers sich Ablösende, Abgenommene, z. B. Il. 5, 499 im plur., Spreu; vgl. Ar. Vesp. 92, wo Schol. τὸ λεπτομερὲς τοῦ στάχυος. Bes. ἁλός, der Schaumdes Meeres, Od. 5, 403; ohne ἁλός 12, 238 u. öfter; κύματος Ap. Rh. 2, 571; ὕδατος 4, 1238; übh. Wasser, Dion. Per. 693. 981; πυρὸς ἄχνη Aesch. frg. 370, Rauch; οὐρανία, himmlischer Thau, Soph. O. C. 687; δακρύων, die im Auge perlenden Thränen, Tr. 844; οἰνωπός, der schäumende Wein, Eur. Or. 115. – Bei Philip. 20 (VI, 102) ist es der zarte Flaum der Quitte. – Bei Plut. χαλκίτιδος, Erzstaub, Symp. 3, 10 g. E.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἄχνη.
Greek Monolingual
(I)
η
1. αχνός, ατμός
2. ελαφριά πνοή, αναπνοή
3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» — δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)].
(II)
ἄχνα, η (δωρ. τ.) (Α)
βλ. άχνη.