κυματώδης
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ες, A = κυματοειδής, on which the waves break, γῆ Arist.Pr.934b10,9 (Comp.); αἰγιαλός Plu.Fab.6; billowy, πέλαγος Scymn.190: metaph., of the pulse, σφυγμὸς κυματώδης Gal.9.505. Adv. κυματωδῶς = in a wavy fashion Id.8.551.
German (Pape)
[Seite 1530] ες, = κυματοειδής, αἰγιαλός, mit Brandung, Plut. Fab. 6.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτώδης: -ες, ἐπὶ τόπου προσβαλλομένου ὑπὸ κυμάτων κυματωδέστεραι γαῖαι Ἀριστ. Προβλ. 23. 29· 1· αἰγιαλὸς Πλουτ. Φάβ. 6· = κυματοειδής, κυματώδεις σφυγμοὶ Γαλην. τ. 8. σ. 3· κυματώδη φωνὴν Γεωργ. Ἀλ. ἐν Βίῳ Χρυσ. τ. 8, σ. 253, 12.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
houleux, orageux ; agité (pouls).
Étymologie: κῦμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α κυματώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης»)
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα
2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος («σφυγμὸς κυματώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κυματωδῶς (Α)
με κυματοειδή τρόπο, κυματοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -ώδης].
Greek Monotonic
κῡμᾰτώδης: -ες (εἶδος), αυτός πάνω στον οποίο σπάζουν τα κύματα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυματώδης -ες [κῦμα] met sterke golfslag.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτώδης: заливаемый (морскими) волнами (γῆ Arst.; αἰγιαλός Plut.).